- ηλεκτρότονος
- οιατρ. η κατάσταση τής αλλοιωμένης εγερσιμότητας και αγωγιμότητας ενός νεύρου, όταν σε κάποιο τμήμα του διοχετεύεται σταθερό ή ισότονο ηλεκτρικό ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotonus < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + tonus (πρβλ. τόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.